< αἰγιαλοφυλακέω
αἰγιαλοφύλαξ >
αἰγ]ιαλοφυ[λακία
,
-ας, ἡ
vigilancia de la tierra ribereña
como función del αἰγιαλοφύλαξ q.u.
PPetaus
49.4 (II d.C.).